άκοπα

άκοπα
επίρρ. легко, без труда

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "άκοπα" в других словарях:

  • άκοπα — (Μ ἄκοπα) επίρρ. [ἄκοπος] χωρίς κόπο …   Dictionary of Greek

  • ἄκοπα — ἄκοπος unwearied neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκοπος — (I) η, ο (Α ἄκοπος, ον) (και άκοβος, η, ο) αυτός που δεν έχει κοπεί σε κομμάτια, ο ολόκληρος νεοελλ. 1. εκείνος που δεν έχει κοπεί, δεν έχει αφαιρεθεί από τον κορμό, τη ρίζα, τον μίσχο (αποδίδεται σε κλαδιά, καρπούς, φυτά κ.λπ.) 2. όποιος δεν… …   Dictionary of Greek

  • CITROSA Vestis — apud Naevium, pulchram ex auro vestemque citrosam: Graece Θυώδης est. Versiculus enim hic ex Honmerico isto est expressus, Od. 1. v. 264. Ε῞ιματα δ᾿ ἀμφιέσασα ςθυώδεα, σιγαλόεντα. Nempe non a crispitudine citri, ex quo mensae citreae fiebant, sed …   Hofmann J. Lexicon universale

  • COPTAE — sive placentae, Graece τραγήματα, Hierophilo. Alias τράγημα simplex quid et sic siccatum est, ut uvae passae, caricae, palmulae et similia: πέμμα vero, compositum et coctum. Vide in fra in voce Tragema. Sed Coptaria, eadem cum pastillis et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TINEA — a Graeco φθίνειν, Graecis communiter σὴς dicitur, ab Hebr. es, vel sas, quod a verbo asas, i. e. consumi et tabescere, etiam βρῶσις dicta occurrit Math. c. 6. v. 19. ubi βρῶσιν non esle erosionem, sed tineae speciem, probari videtur posse ex Esai …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άβροχος — η, ο (Α ἄβροχος, ον) άβρεχτος νεοελλ. (ιδιωμ. έκφρ.) «αβρόχοις ποσίν» χωρίς ζημιά, αβαρία, χωρίς δυσκολία, άκοπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + βρέχω] …   Dictionary of Greek

  • αμοχθεί — ἀμοχθεὶ και ἀμοχθὶ επίρρ. (Α) [ἄμοχθος] δίχως μόχθο, άκοπα, ακοπίαστα …   Dictionary of Greek

  • αμφισημία — η (Γλωσσολ.) όρος τής σημασιολογίας που χρησιμοποιείται για να δηλώσει λέξεις, φράσεις ή προτάσεις με διπλή, διφορούμενη σημασία (αμφίσημη λέξη, φράση ή πρόταση). Αμφισημία λ.χ. χαρακτηρίζει τη λέξη άκοπος (1. χωρίς κόπο, 2. που δεν έχει κοπεί)… …   Dictionary of Greek

  • ανιδρωτί — ἀνιδρωτί επίρρ. (Α) 1. χωρίς ιδρώτα 2. μτφ. άκοπα, ανενόχλητα 3. χωρίς βιασύνη, με νωθρότητα …   Dictionary of Greek

  • ευπετής — εὐπετής, ές (ΑΜ) 1. (ιδίως για κύβους) αυτός που πέφτει καλά, ευνοϊκά 2. μτφ. (για γεγονότα) ευνοϊκός, ευτυχής 3. (για τον ρυθμό τού λόγου) εύστροφος, ευφραδής 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπετές η ευστροφία τού λόγου 5. εύκολος, ευκολοκατόρθωτος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»